Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ



ΜAZNOYN KAI LAILA
NIZAMI



1.
Ο άρχοντας Σαγίντ δεν έχει γιο και το μαράζι αυτό τρώει την καρδιά του.  Προσεύχεται, νηστεύει, κάνει το καλό  μέχρι που ο θεός τον ακούει . Του δίνει ένα αγόρι όμορφο σαν τριαντάφυλλο που ονομάστηκε Καΐς.

2.
Το αγόρι μεγαλώνει, πηγαίνει στο σχολείο και είναι άριστος . Όταν μιλάει, η γλώσσα του σκορπίζει μαργαριτάρια σοφίας. Μια μέρα έρχεται στο σχολείο η Λεϊλά, ένα κορίτσι που η ομορφιά του λάμπει τόσο πολύ, που όλα τα αγόρια την ερωτεύονται. Την καρδιά της όμως κερδίζει ο Καΐς.

3.+4.
Ο έρωτας, σαν πρώτος έρωτας, είναι πάρα πολύ δυνατός και μέσα στη ευτυχία τους δεν αντιλαμβάνονται ότι τα μάτια του κόσμου είναι στυλωμένα πάνω τους. Τα δυο παιδιά αναγκάζονται να κρύψουν το αίσθημά τους. Ο Καΐς χάνει πρώτα την καρδιά του και τώρα το μυαλό του. Περιπλανιέται, κλαίει, ψιθυρίζει ποιήματα και στέλνει την αγάπη του στη Λεϊλά με το Λεβάντε. Ο κόσμος τον λέει  «μεζνούν», παλαβό.

5.
Τις νύχτες ο Μεζνούν  με τη συντροφιά των φίλων του πλησιάζει  κρυφά τη σκηνή της Λεϊλά, σήμερα όμως τολμάνε να πλησιάσουν με το πρώτο φως της μέρας. Τα παραπετάσματα είναι ανοιχτά και η Λεϊλά τον βλέπει. Όλη η αγάπη τους χωράει στα δακρυσμένα μάτια τους.

6.
Οι φύλακες τους αντιλαμβάνονται και η Λεϊλά γίνεται αιχμάλωτη του λαού της.
Ο Μεζνούν περιπλανιέται στις ερημιές, συνθέτει και τραγουδάει μόνος του ποιήματα αγάπης. Ο άρχοντας Σαγίντ ζητάει τις συμβουλές των πρεσβυτέρων της φυλής. Με τη συμβουλή τους πηγαίνει στον πατέρα της Λεϊλά και ζητάει το χέρι της , αλλά μάταια.

7.
Οι φίλοι συμβουλεύουν τον Μαζνούν να ξεχάσει τη Λεϊλά. Η απελπισία του μεγαλώνει γιατί καταλαβαίνει πως δεν υπάρχει ελπίδα γι αυτούς.

8.
Ο άρχοντας Σαγίντ  ελπίζει ότι ένα προσκύνημα στην ιερή Μέκκα θα ελευθερώσει το γιο του από την αρρώστια του. Όταν φτάνουν εκεί ο Μεζνούν προσεύχεται για τη Λεϊλά και τον έρωτά τους.

9. – 12.
Η φυλή της Λείλά πρέπει να υπερασπιστεί την τιμή  και την αξιοπρέπειά της , παίρνει την άδεια του Χαλίφη και ψάχνει να σκοτώσει τον Μεζνούν. Ο πατέρας του τον αναζητά στις ερημιές, τον εκλιπαρεί να γυρίσει στη φυλή του και τα καταφέρνει αλλά μόνο για λίγο: καταφεύγει πάλι στο ορεινό του καταφύγιο και τα ποιήματά του που διαδίδονται παντού.

13.
Η ομορφιά της Λεϊλά ανθίζει, αλλά η καρδιά της ματώνει σιωπηλά, ενώ οι στίχοι του καλού της που βρίσκονται σε όλα τα χείλη την παρηγορούν. Οι δικοί της στίχοι του φέρνουν παρηγοριά, με αγγελιοφόρο τον άνεμο.

14.
Στον κήπο της Λέιλα,τα κορίτσια χαίρονται την ομορφιά της άνοιξης. Εκείνη αφήνει το πόνο της να ξεσπάσει,κρυμμένη σε μια γωνιά. Μια φίλη, έκπληκτη, την ακούει και μεταφέρει στη μητέρα της τα νέα. Η μητέρα υποφέρει, καθώς χάνει την κόρη της από αυτόν τον αδιέξοδο έρωτα.


15.
Ο ωραίος και πλούσιος Ιμπν Σαλάμ ζητά το χέρι της Λέιλα και περιμένει την απάντηση του πατέρα της, που ζητάει πίστωση χρόνου.

16.
Ο Μεζνούν συναντάει στην ερημιά τον βεδουΐνο πρίγκηπα Ναουφάλ, τον «καταστροφέα των στρατών». Χάρη στη φιλία τους και στις υποσχέσεις  του ξαναγυρίζει  στους ανθρώπους

17.- 19.
Γρήγορα περνάνε οι μήνες, και ο Ναουφάλ δεν έκανε τίποτε. Ο Καΐς διαμαρτύρεται και απειλεί να αυτοκτονήσει. Ο Ναουφάλ μαζεύει στρατό, ζητάει ειρηνικά τη Λεϊλά και όταν αυτό αποτύχει επιτίθεται και πολεμάει σαν λιοντάρι. Ο Καΐς δεν ξέρει ποιόν να υποστηρίξει.

20.
Η φυλή της Λεϊλά νικιέται, αλλά αρνείται να παραδώσει την κοπέλα. Ο πρίγκηπας πείθεται από τις ικεσίες του γέρου πατέρα της και τις συμβουλές των συντρόφων του. Ο Μεζνούν δείχνει να είναι υπεύθυνος για τις δυστυχίες του.

21. - 23.
Οι δυο φίλοι χάνονται για πάντα και ο Μεζνούν γυρίζει στις ερημιές. Χαρίζει το άλογό του σε έναν κυνηγό για να ελευθερώσει από την παγίδα του δυο γαζέλες. Χαρίζει τα δώρα του Ναουφάλ σε έναν άλλον, για να ελευθερώσει ένα αρσενικό ελάφι, ώστε να σμίξει με την καλή του.

24.
Φτάνει σε μια όαση, ξεκουράζεται και οι ελπίδες του αναπτερώνονται.

25.
Καταταραγμένος από το θέαμα ενός αλυσσοδεμένου δερβίση που τον περιφέρουν, παίρνει τη θέση του και μετανοεί για το αίμα που χύθηκε. Όταν ο δρόμος τον φέρει μπροστά στη γνώριμη σκηνή της Λεϊλά, παραφρονεί από ενοχές, σπάει τις αλυσσίδες και καταφεύγει στην έρημο.

26.
Η Λεϊλά υποφέρει σιωπηλά ενώ ο πατέρας της ορίζει ημερομηνία γάμου με τον Ίμπν Σαλάμ τον «καλότυχο», γενναίο και γενναιόδωρο.


27.
Ο Ίμπν Σαλάμ φέρνει στη φυλή του τη γυναίκα του όλο χαρά και λαχτάρα, αλλά αυτή του επιτρέπει μόνο να την κοιτάζει, ενώ η ψυχή της λαχταράει τον αγαπημένο της.

28. + 29.
Τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα και ο Μεζνούν παραλύει από πόνο.

30.- 32.
Ο γέροντας Σαγίντ με πολύ κόπο αναζητά στο ερημικό βουνό το παιδί του, που δε θυμίζει πια ανθρώπινο πλάσμα. Με μεγάλο πόνο και πολλά σοφά λόγια προσπαθεί να τον φέρει πίσω στο σπίτι. Όμως ο Μεζνούν δεν ήταν πια ο γιος του, ήταν αιχμάλωτος του έρωτα. Μετά τον σπαραχτικό αποχαιρετισμό ο γέρος φεύγει και σε δυο μέρες πεθαίνει.
τα ποιήματά του που διαδίδονται παντού.
  
33.
Τα νέα για τον θάνατο του πατέρα τον καταρρακώνουν. Στον τάφο του ζητάει συγνώμη για τα δεινά που του προκάλεσε και νοιώθει απόλυτη ερημιά.

34. 
Ο Μεζνούν ψάχνει την αγαπημένη του παντού και μιλάει στον κόσμο γι αυτή.

35. - 36.
Για τον κόσμο ο Μασνούν πια είναι ένα αγρίμι, στην αυλή των αγριμιών όμως ο Μεζνούν είναι ο βασιλιάς της καλοσύνης και της αγάπης. Τον περιβάλλουν με σεβασμό και λατρεία σαν μαγεμένα, καθώς τα ζώα ανταποδίδουν ως γνωστόν την καλοσύνη.

37. + 38.
Ο Μεζνούν παρακαλάει τους αστερισμούς, την Αφροδίτη και το Δία. Στη συνέχεια ικετεύει και προσεύχεται στο δημιουργό των πάντων. Πιο ήρεμος αποκοιμιέται γαλήνια και βλέπει ένα όμορφο συμβολικό όνειρο: ένα δέντρο ψηλώνει μπροστά του, ένα πουλί από την κορυφή του ρίχνει ένα πολύτιμο πετράδι στο κεφάλι του.

39. – 41.
Το όνειρο βγήκε αληθινό: ένα γράμμα από την Λεϊλά φτάνει με έναν μαντατοφόρο στα χέρια του! Η ψυχή του ξεδιψάει από τα  τρυφερά λόγια της και η αγάπη του ξεχύνεται ασυγκράτητη στην απάντηση που της στέλνει.

                                    42.+ 43.
Η πικραμένη μητέρα του Μεζνούν τον αναζητά με τη σειρά της στο έρημο βουνό και αυτός της ζητάει να τον συγχωρέσει. Όμως οι προσπάθειες της να τον επαναφέρει στον  κόσμο αποτυγχάνουν. Επιστρέφει στο σπίτι της και σιγά-σιγά παύει να θέλει τη ζωή και πεθαίνει.

44.
Η είδηση του θανάτου της μητέρας του πονάει αφόρητα. Πηγαίνει στον τάφο των γονιών του και τους αποχαιρετάει με σπαραγμό. Αποσύρεται πάλι στη μοναξιά του.

45.-46.
Η Λεϊλά δεν αντέχει πια τον πόνο του αποχωρισμού. Χαρίζει τα διαμαντικά της στον ευγενικό γέροντα  που θα κανονίσει μια συνάντηση νύχτα στον απόμερο κήπο με τις χουρμαδιές.
Ο Μεζνούν τυλιγμένος με το μανδύα του γέροντα. Στέκεται παράμερα και τραγουδάει για την αγαπημένη του που τον κοιτάζει από μακριά με λατρεία.
Τέλος λυγίζει από το βάρος των συναισθημάτων του και πάλι δραπετεύει στην έρημο.

47.-48.
Για λίγο καιρό ένας νέος σύντροφος προσπαθεί να μοιραστεί το σκληρό τρόπο ζωής του Μεζνούν. Έχοντας στο παρελθόν καεί από τη φλόγα του έρωτα ο Σαλάμ τον προτρέπει να γιατρευτεί κι αυτός. Όταν ξαναγυρίζει στην κοινωνία συγκινεί τον κόσμο με τους φλογισμένους στίχους του Μεζνούν.



49.
Για τον «καλότυχο», γενναίο και γενναιόδωρο Ίμπν Σαλάμ ο δίχως ανταπόκριση έρωτας  θα είναι αιτία θανάτου. Το παλικάρι μαραζώνει, αρρωσταίνει και πεθαίνει. Η Λεϊλά ξεσπάει ασυγκράτητα  στο θρήνο που έκρυβε τόσο καιρό μέσα της. Βυθίζεται στο πένθος και τη λύπη, χωρίς να χρειάζεται πλέον να υποκρίνεται.

50.
Χειμώνιασε στον κήπο της Λεϊλά, σκοτείνιασε η ψυχή της. Η ομορφιά της ράγισε σαν την  καρδιά της. Καθώς αισθάνεται  ότι πλησιάζει το τέλος του μαρτυρίου της, εξομολογείται στην περίλυπη μητέρα της τον πόνο της καρδιάς  της και ζητάει να τη θάψουν με κόκκινο νυφικό. Προσδοκά τη μεγάλη συνάντηση μαζί του, του αφήνει μήνυμα αιώνιας αφοσίωσης και ξεψυχάει.

51.
Ο θρήνος του Μεζνούν στον τάφο της ξεπερνάει κάθε ανθρώπινο μέτρο, ενώ οι συγγενείς της απομακρύνονται από φόβο. Σαν θύελλα  αφήνει συχνά το καταφύγιό του στην έρημο για να προσκυνήσει τον τάφο της και να τραγουδήσει την χαμένη ομορφιά της.

52.-53.

Στο τέλος ο θεός ακούει τις προσευχές του και τον ελευθερώνει από το  βάρος της ζωής πάνω στο μνήμα της.
Ανθρώπινο χέρι δεν ήρθε να θάψει το Μαζνούν. Τα αγρίμια φυλάγανε το νεκρό του σώμα, ώσπου να γίνει σκόνη, ένα με τη γη.
Τότε ήρθαν οι δυο οικογένειες να κλάψουν τα χαμένα τους παιδιά.


Μαρία Τσαντήλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου